κηγχός

κηγχός
κηγχός, [dialect] Ion.,
A = κῇ ἀγχός, A.D.Adv.184.9; cf. κῆχος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηγχός — (Α) ιων. τ. αντί κῇ ἀγχός) σε ποιο τόπο, πού γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κῇ ἀγχός] …   Dictionary of Greek

  • κήχος — κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α) (πάντοτε στη φρ.) «ποῑ κῆχος;» σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῑ κῆχος;» «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ. β. «ποῑ κῆχος;» «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”